περιληπτικός

περιληπτικός
-ή, -ό
1. σύντομος, περιεκτικός, βραχυλογικός: Περιληπτική απόδοση του περιεχομένου ενός έργου.
2. (γραμμ.), όνομα σε ενικό αριθμό πού δηλώνει πολλά ομοειδή πράγματα: Λαός, κοπάδι, αγέλη, σειρά, οπωρώνας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • περιληπτικός — that may be taken hold of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιληπτικός — ή, ό / περιληπτικός, ή, ον, ΝΑ [περιλαμβάνω] 1. αυτός που περιλαμβάνει ή που μπορεί να περιλάβει μέσα του πολλά σε σχέση με την μορφή του 2. φρ. «περιληπτικό όνομα» γραμμ. το κοινό όνομα που, ενώ εκφέρεται με ενικό αριθμό, δηλώνει πλήθος τών… …   Dictionary of Greek

  • περιληπτικά — περιληπτικός that may be taken hold of neut nom/voc/acc pl περιληπτικά̱ , περιληπτικός that may be taken hold of fem nom/voc/acc dual περιληπτικά̱ , περιληπτικός that may be taken hold of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιληπτικώτερον — περιληπτικός that may be taken hold of adverbial comp περιληπτικός that may be taken hold of masc acc comp sg περιληπτικός that may be taken hold of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιληπτικωτάτων — περιληπτικός that may be taken hold of fem gen superl pl περιληπτικός that may be taken hold of masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιληπτικωτέρων — περιληπτικός that may be taken hold of fem gen comp pl περιληπτικός that may be taken hold of masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιληπτικόν — περιληπτικός that may be taken hold of masc acc sg περιληπτικός that may be taken hold of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιληπτικώτατα — περιληπτικός that may be taken hold of adverbial superl περιληπτικός that may be taken hold of neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιληπτικώτατον — περιληπτικός that may be taken hold of masc acc superl sg περιληπτικός that may be taken hold of neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιληπτικαῖς — περιληπτικός that may be taken hold of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”